- ἤνεον
- ἤ̱νεον , ἀνέωimperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)ἤ̱νεον , ἀνέωimperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ᾔνεον — αἰνέω tell imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) αἰνέω tell imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαινώ — (AM ἐπαινῶ, έω) [αινώ] 1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.) μσν. νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος 1.… … Dictionary of Greek